- γυρωτικός
- -ή, -ό1. χρήσιμος για τη γύρωση2. «γυρωτικοί ήλοι» (αλλιώς, κοινώματα, τζαβέτες, καρφιά τής λαμαρίνας)καρφιά που χρησιμοποιούνται για τη σύνδεση σιδερένιων ελασμάτων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τζαβέτ(τ)α — η, Ν καρφί για σύνδεση σιδερένιων ελασμάτων, γυρωτικός ήλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gavetta] … Dictionary of Greek